ἐπώδυνος

ἐπώδυνος
ἐπώδυνος
painful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επώδυνος — η, ο (AM ἐπώδυνος, ον) οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα οδύνες, θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • επώδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί οδύνη (σωματικό πόνο), οδυνηρός (αντίθ. ανώδυνος). 2. (ιατρ.), «επώδυνο σημείο», σε φλεγμονές, νευρίτιδες ή άλλες παθήσεις το σημείο εκείνο της επιφάνειας του δέρματος που κι ελαφρά αν πιεστεί προκαλεί δυνατό πόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπωδυνώτερον — ἐπώδυνος painful masc acc comp sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπώδυνος painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδυνώτατον — ἐπώδυνος painful masc acc superl sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνως — ἐπώδυνος painful adverbial ἐπώδυνος painful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπώδυνον — ἐπώδυνος painful masc/fem acc sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδυνώτερα — ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνοις — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνοισι — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωδύνου — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”